- τυποτηλεγραφία
- η, Νπαλαιός όρος για την τηλετυπία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. typotelegraphy (τύπος + τηλεγραφία)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τυποτηλεγραφικός — ή, ό, Ν [τυποτηλεγραφία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τυποτηλεγραφία. επίρρ... τυποτηλεγραφικά Ν με τυποτηλεγραφικό τρόπο … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek